- μυελόν
- μυελόν, τὸ (Α)ο μυελός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυελός, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυελόν — μυελός marrow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
ADEPS — Iudaeis olim interdictus, utpote res Deo sacra ac devota. Levit. c. 3. v. 16. Omnis adeps Domini erit. Et v. 17.Nullum omnino adipem, nec sanguinem comedetis. Et Levit. c. 7. v. 23. Non comedetis ullum adipem bovis, aut ovis aut caproe. Et v. 25 … Hofmann J. Lexicon universale
MEDULLA — Hebr. Gap desc: Hebrew, unde Gap desc: Hebrew dicuntur Arietes, vel Agni pingues, quasi μεμυελωμένους seu medullatos dixeris, si medulla re sit Latina vox, quô modô emedullare. Occurrit Psalmo 66. v. 15. Holocausta medullatorum (agnorum) offeram… … Hofmann J. Lexicon universale
άμυαλος — η, ο αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < ἀ στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν». ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος] … Dictionary of Greek
διαυχένιος — διαυχένιος, ον (Α) αυτός που διέρχεται από τον αυχένα («περὶ τὸν διαυχένιον... μυελόν», Πλάτ. Τίμ.) … Dictionary of Greek
μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek